- παρρησιαστής
- ὁ, Α [παρρησιάζομαι]αυτός που μιλά με παρρησία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρρησιαστής — outspoken person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρρησιασταί — παρρησιαστής outspoken person masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρρησιαστήν — παρρησιαστής outspoken person masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρρησιαστάς — παρρησιαστά̱ς , παρρησιαστής outspoken person masc acc pl παρρησιαστά̱ς , παρρησιαστής outspoken person masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιροπαρρησιαστής — ἀκαιροπαρρησιαστής, ο (Μ) αυτός που ελευθεροστομεί σε ακατάλληλες περιστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + παρρησιαστής] … Dictionary of Greek
φιλοπαρρησιαστής — οῡ, ὁ, Α αυτός που αγαπά την ειλικρίνεια, φιλαλήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παρρησιαστής «αυτός που μιλά με παρρησία» (< παρρησιάζομαι)] … Dictionary of Greek